Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνεπάγομαι
ἐνεπιδείκνυμαι
ἐνεπιδημέω
ἐνεπιμένω
ἐνεπιορκέω
ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
ἐνεργοβατέω
ἐνεργολαβέω
View word page
ἐνεργάζομαι
to make in, produce in

ShortDef

to make in, produce in

Debugging

Headword:
ἐνεργάζομαι
Headword (normalized):
ἐνεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ενεργαζομαι
IDX:
30053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30054
Key:

Data

{'content': 'to make in, produce in'}