Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνεόφρων
ἐνεπαγγελία
ἐνεπάγομαι
ἐνεπιδείκνυμαι
ἐνεπιδημέω
ἐνεπιμένω
ἐνεπιορκέω
ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
ἐνεργητικός
ἐνεργήτρια
ἐνεργμός
View word page
ἐνεπιτρέπω
impose

ShortDef

impose

Debugging

Headword:
ἐνεπιτρέπω
Headword (normalized):
ἐνεπιτρέπω
Headword (normalized/stripped):
ενεπιτρεπω
IDX:
30051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30052
Key:

Data

{'content': 'impose'}