Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνεός
ἐνεοστασία
ἐνεότης
ἐνεόφρων
ἐνεπαγγελία
ἐνεπάγομαι
ἐνεπιδείκνυμαι
ἐνεπιδημέω
ἐνεπιμένω
ἐνεπιορκέω
ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
ἐνεργής
ἐνεργητέος
View word page
ἐνεπίπεδος
flat
ShortDef
flat
Debugging
Headword:
ἐνεπίπεδος
Headword (normalized):
ἐνεπίπεδος
Headword (normalized/stripped):
ενεπιπεδος
IDX:
30048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30049
Key:
Data
{'content': 'flat'}