Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνεορτάδια
ἐνεορτάζω
ἐνεός
ἐνεοστασία
ἐνεότης
ἐνεόφρων
ἐνεπαγγελία
ἐνεπάγομαι
ἐνεπιδείκνυμαι
ἐνεπιδημέω
ἐνεπιμένω
ἐνεπιορκέω
ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
ἐνεργέω
ἐνέργημα
View word page
ἐνεπιμένω
remain in

ShortDef

remain in

Debugging

Headword:
ἐνεπιμένω
Headword (normalized):
ἐνεπιμένω
Headword (normalized/stripped):
ενεπιμενω
IDX:
30046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30047
Key:

Data

{'content': 'remain in'}