Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνεξεμέω
ἐνεξουσιάζω
ἐνεορτάδια
ἐνεορτάζω
ἐνεός
ἐνεοστασία
ἐνεότης
ἐνεόφρων
ἐνεπαγγελία
ἐνεπάγομαι
ἐνεπιδείκνυμαι
ἐνεπιδημέω
ἐνεπιμένω
ἐνεπιορκέω
ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
ἐνεργάζομαι
ἐνέργεια
View word page
ἐνεπιδείκνυμαι
display in

ShortDef

display in

Debugging

Headword:
ἐνεπιδείκνυμαι
Headword (normalized):
ἐνεπιδείκνυμαι
Headword (normalized/stripped):
ενεπιδεικνυμαι
IDX:
30044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30045
Key:

Data

{'content': 'display in'}