Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνενηκοστότριτος
ἐνενίαυτα
ἐνεξεμέω
ἐνεξουσιάζω
ἐνεορτάδια
ἐνεορτάζω
ἐνεός
ἐνεοστασία
ἐνεότης
ἐνεόφρων
ἐνεπαγγελία
ἐνεπάγομαι
ἐνεπιδείκνυμαι
ἐνεπιδημέω
ἐνεπιμένω
ἐνεπιορκέω
ἐνεπίπεδος
ἐνεπίσκημμα
ἐνεπισκήπτομαι
ἐνεπιτρέπω
ἐνέπω
View word page
ἐνεπαγγελία
token, sign

ShortDef

token, sign

Debugging

Headword:
ἐνεπαγγελία
Headword (normalized):
ἐνεπαγγελία
Headword (normalized/stripped):
ενεπαγγελια
IDX:
30042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30043
Key:

Data

{'content': 'token, sign'}