Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδύτης
ἐνδυτός
ἐνδύω
ἐνδώμησις
ἐνδωσείω
ἐνεάζω
ἐνέδρα
ἐνεδράζω
ἐνεδρεία
ἐνεδρευτής
ἐνεδρευτικός
ἐνεδρεύω
ἐνέδριον
ἔνεδρον
ἔνεδρος
ἐνέζομαι
ἐνεθίζω
ἐνεῖδον
ἐνειδοφορέω
ἐνεικονίζω
ἐνειλέω
View word page
ἐνεδρευτικός
fit for ambush

ShortDef

fit for ambush

Debugging

Headword:
ἐνεδρευτικός
Headword (normalized):
ἐνεδρευτικός
Headword (normalized/stripped):
ενεδρευτικος
IDX:
29987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29988
Key:

Data

{'content': 'fit for ambush'}