Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδράνεια
ἐνδρανής
ἐνδράσσομαι
ἐνδρομέω
ἐνδρομή
ἐνδρομίς
ἔνδρομος
ἔνδροσος
ἔνδρυον
ἐνδυκέως
ἔνδυμα
Ἐνδυμίων
ἐνδύναμος
ἐνδυναμόω
ἐνδυναστεύω
ἐνδύνω
ἕνδυο
ἔνδυσις
ἐνδυστυχέω
ἐνδυτέον
ἐνδυτήρ
View word page
ἔνδυμα
a garment

ShortDef

a garment

Debugging

Headword:
ἔνδυμα
Headword (normalized):
ἔνδυμα
Headword (normalized/stripped):
ενδυμα
IDX:
29966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29967
Key:

Data

{'content': 'a garment'}