Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνδοτικός
ἐνδουπέω
ἐνδουχία
ἐνδράνεια
ἐνδρανής
ἐνδράσσομαι
ἐνδρομέω
ἐνδρομή
ἐνδρομίς
ἔνδρομος
ἔνδροσος
ἔνδρυον
ἐνδυκέως
ἔνδυμα
Ἐνδυμίων
ἐνδύναμος
ἐνδυναμόω
ἐνδυναστεύω
ἐνδύνω
ἕνδυο
ἔνδυσις
View word page
ἔνδροσος
bedewed
ShortDef
bedewed
Debugging
Headword:
ἔνδροσος
Headword (normalized):
ἔνδροσος
Headword (normalized/stripped):
ενδροσος
IDX:
29963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29964
Key:
Data
{'content': 'bedewed'}