Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνδορχις
ἐνδόρωμα
ἐνδόσιμος
ἔνδοσις
ἐνδοτέρω
ἐνδοτικός
ἐνδουπέω
ἐνδουχία
ἐνδράνεια
ἐνδρανής
ἐνδράσσομαι
ἐνδρομέω
ἐνδρομή
ἐνδρομίς
ἔνδρομος
ἔνδροσος
ἔνδρυον
ἐνδυκέως
ἔνδυμα
Ἐνδυμίων
ἐνδύναμος
View word page
ἐνδράσσομαι
grasp

ShortDef

grasp

Debugging

Headword:
ἐνδράσσομαι
Headword (normalized):
ἐνδράσσομαι
Headword (normalized/stripped):
ενδρασσομαι
IDX:
29958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29959
Key:

Data

{'content': 'grasp'}