Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνδον
ἐνδοξάζομαι
ἐνδοξασμός
ἐνδοξοκοπέω
ἐνδοξολογέω
ἔνδοξος
ἐνδοξότης
ἐνδόπυος
ἔνδορα
ἔνδορχις
ἐνδόρωμα
ἐνδόσιμος
ἔνδοσις
ἐνδοτέρω
ἐνδοτικός
ἐνδουπέω
ἐνδουχία
ἐνδράνεια
ἐνδρανής
ἐνδράσσομαι
ἐνδρομέω
View word page
ἐνδόρωμα
ornament in plaster

ShortDef

ornament in plaster

Debugging

Headword:
ἐνδόρωμα
Headword (normalized):
ἐνδόρωμα
Headword (normalized/stripped):
ενδορωμα
IDX:
29949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29950
Key:

Data

{'content': 'ornament in plaster'}