Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδομάχας
ἐνδομενία
ἐνδομέω
ἐνδόμησις
ἐνδομυχέω
ἐνδομυχί
ἐνδόμυχος
ἔνδον
ἐνδοξάζομαι
ἐνδοξασμός
ἐνδοξοκοπέω
ἐνδοξολογέω
ἔνδοξος
ἐνδοξότης
ἐνδόπυος
ἔνδορα
ἔνδορχις
ἐνδόρωμα
ἐνδόσιμος
ἔνδοσις
ἐνδοτέρω
View word page
ἐνδοξοκοπέω
covet fame for

ShortDef

covet fame for

Debugging

Headword:
ἐνδοξοκοπέω
Headword (normalized):
ἐνδοξοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
ενδοξοκοπεω
IDX:
29942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29943
Key:

Data

{'content': 'covet fame for'}