Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδοματικά
ἐνδομάχας
ἐνδομενία
ἐνδομέω
ἐνδόμησις
ἐνδομυχέω
ἐνδομυχί
ἐνδόμυχος
ἔνδον
ἐνδοξάζομαι
ἐνδοξασμός
ἐνδοξοκοπέω
ἐνδοξολογέω
ἔνδοξος
ἐνδοξότης
ἐνδόπυος
ἔνδορα
ἔνδορχις
ἐνδόρωμα
ἐνδόσιμος
ἔνδοσις
View word page
ἐνδοξασμός
glorifying

ShortDef

glorifying

Debugging

Headword:
ἐνδοξασμός
Headword (normalized):
ἐνδοξασμός
Headword (normalized/stripped):
ενδοξασμος
IDX:
29941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29942
Key:

Data

{'content': 'glorifying'}