Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδοιαστός
ἐνδοιικός
ἐνδοιΐτιναι
ἔνδομα
ἐνδοματικά
ἐνδομάχας
ἐνδομενία
ἐνδομέω
ἐνδόμησις
ἐνδομυχέω
ἐνδομυχί
ἐνδόμυχος
ἔνδον
ἐνδοξάζομαι
ἐνδοξασμός
ἐνδοξοκοπέω
ἐνδοξολογέω
ἔνδοξος
ἐνδοξότης
ἐνδόπυος
ἔνδορα
View word page
ἐνδομυχί
in secret

ShortDef

in secret

Debugging

Headword:
ἐνδομυχί
Headword (normalized):
ἐνδομυχί
Headword (normalized/stripped):
ενδομυχι
IDX:
29937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29938
Key:

Data

{'content': 'in secret'}