Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνδοίασις
ἐνδοιαστής
ἐνδοιαστικός
ἐνδοιαστός
ἐνδοιικός
ἐνδοιΐτιναι
ἔνδομα
ἐνδοματικά
ἐνδομάχας
ἐνδομενία
ἐνδομέω
ἐνδόμησις
ἐνδομυχέω
ἐνδομυχί
ἐνδόμυχος
ἔνδον
ἐνδοξάζομαι
ἐνδοξασμός
ἐνδοξοκοπέω
ἐνδοξολογέω
ἔνδοξος
View word page
ἐνδομέω
build in
ShortDef
build in
Debugging
Headword:
ἐνδομέω
Headword (normalized):
ἐνδομέω
Headword (normalized/stripped):
ενδομεω
IDX:
29934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29935
Key:
Data
{'content': 'build in'}