Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνδοθι
ἐνδοθίδιος
ἐνδοιάζω
ἐνδοιάσιμος
ἐνδοίασις
ἐνδοιαστής
ἐνδοιαστικός
ἐνδοιαστός
ἐνδοιικός
ἐνδοιΐτιναι
ἔνδομα
ἐνδοματικά
ἐνδομάχας
ἐνδομενία
ἐνδομέω
ἐνδόμησις
ἐνδομυχέω
ἐνδομυχί
ἐνδόμυχος
ἔνδον
ἐνδοξάζομαι
View word page
ἔνδομα
diminution

ShortDef

diminution

Debugging

Headword:
ἔνδομα
Headword (normalized):
ἔνδομα
Headword (normalized/stripped):
ενδομα
IDX:
29930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29931
Key:

Data

{'content': 'diminution'}