Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
ἐνδιπλόω
ἐνδίφριος
ἐνδογενής
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
ἐνδοθίδιος
ἐνδοιάζω
ἐνδοιάσιμος
ἐνδοίασις
ἐνδοιαστής
ἐνδοιαστικός
ἐνδοιαστός
ἐνδοιικός
ἐνδοιΐτιναι
ἔνδομα
ἐνδοματικά
ἐνδομάχας
ἐνδομενία
ἐνδομέω
View word page
ἐνδοίασις
doubt, uncertainty

ShortDef

doubt, uncertainty

Debugging

Headword:
ἐνδοίασις
Headword (normalized):
ἐνδοίασις
Headword (normalized/stripped):
ενδοιασις
IDX:
29924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29925
Key:

Data

{'content': 'doubt, uncertainty'}