Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκουστικός
ἀκουστός
ἀκουτίζω
ἀκούω
ἄκρα
ἀκράαντος
Ἀκραγαντῖνος
Ἀκράγας
ἀκραγής
ἀκράδαντος
ἀκραής
Ἄκραι
ἀκραῖος
ἀκραίπαλος
ἀκραιφνής
ἀκραιφνότης
ἄκραντος
ἀκραξόνιον
ἀκρασία
ἀκρασία2
ἀκρασίων
View word page
ἀκραής
blowing strongly, fresh-blowing

ShortDef

blowing strongly, fresh-blowing

Debugging

Headword:
ἀκραής
Headword (normalized):
ἀκραής
Headword (normalized/stripped):
ακραης
IDX:
2991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2992
Key:

Data

{'content': 'blowing strongly, fresh-blowing'}