Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
Ἔνδιος
ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
ἐνδιπλόω
ἐνδίφριος
ἐνδογενής
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
ἐνδοθίδιος
ἐνδοιάζω
ἐνδοιάσιμος
ἐνδοίασις
ἐνδοιαστής
ἐνδοιαστικός
View word page
ἐνδιπλόω
fold in two

ShortDef

fold in two

Debugging

Headword:
ἐνδιπλόω
Headword (normalized):
ἐνδιπλόω
Headword (normalized/stripped):
ενδιπλοω
IDX:
29916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29917
Key:

Data

{'content': 'fold in two'}