Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
Ἔνδιος
ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
ἐνδιπλόω
ἐνδίφριος
ἐνδογενής
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
ἐνδοθίδιος
ἐνδοιάζω
ἐνδοιάσιμος
ἐνδοίασις
View word page
ἐνδιόω
established

ShortDef

established

Debugging

Headword:
ἐνδιόω
Headword (normalized):
ἐνδιόω
Headword (normalized/stripped):
ενδιοω
IDX:
29914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29915
Key:

Data

{'content': 'established'}