Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
Ἔνδιος
ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
ἐνδιπλόω
ἐνδίφριος
ἐνδογενής
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
ἐνδοθίδιος
View word page
ἐνδιορθόομαι
correct

ShortDef

correct

Debugging

Headword:
ἐνδιορθόομαι
Headword (normalized):
ἐνδιορθόομαι
Headword (normalized/stripped):
ενδιορθοομαι
IDX:
29911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29912
Key:

Data

{'content': 'correct'}