Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
Ἔνδιος
ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
ἐνδιπλόω
ἐνδίφριος
ἐνδογενής
ἔνδοθεν
ἔνδοθι
View word page
ἔνδιον2
noon, evening (see ἔνδιος)

ShortDef

natural shelter, resting place
noon, evening (see ἔνδιος)

Debugging

Headword:
ἔνδιον2
Headword (normalized):
ἔνδιον
Headword (normalized/stripped):
ενδιον2
IDX:
29910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29911
Key:

Data

{'content': 'noon, evening (see ἔνδιος)'}