Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκουστής
ἀκουστικός
ἀκουστός
ἀκουτίζω
ἀκούω
ἄκρα
ἀκράαντος
Ἀκραγαντῖνος
Ἀκράγας
ἀκραγής
ἀκράδαντος
ἀκραής
Ἄκραι
ἀκραῖος
ἀκραίπαλος
ἀκραιφνής
ἀκραιφνότης
ἄκραντος
ἀκραξόνιον
ἀκρασία
ἀκρασία2
View word page
ἀκράδαντος
unshaken

ShortDef

unshaken

Debugging

Headword:
ἀκράδαντος
Headword (normalized):
ἀκράδαντος
Headword (normalized/stripped):
ακραδαντος
IDX:
2990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2991
Key:

Data

{'content': 'unshaken'}