Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
Ἔνδιος
ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
ἐνδιπλόω
ἐνδίφριος
ἐνδογενής
View word page
ἐνδίολκος
attractive

ShortDef

attractive

Debugging

Headword:
ἐνδίολκος
Headword (normalized):
ἐνδίολκος
Headword (normalized/stripped):
ενδιολκος
IDX:
29908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29909
Key:

Data

{'content': 'attractive'}