Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
Ἔνδιος
ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
ἐνδιπλόω
View word page
ἐνδινευτής
one who evades, 'shuffler'

ShortDef

one who evades, 'shuffler'

Debugging

Headword:
ἐνδινευτής
Headword (normalized):
ἐνδινευτής
Headword (normalized/stripped):
ενδινευτης
IDX:
29906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29907
Key:

Data

{'content': "one who evades, 'shuffler'"}