Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
Ἔνδιος
ἐνδιόω
ἐνδιπλασιάζω
View word page
ἔνδινα
the entrails

ShortDef

the entrails

Debugging

Headword:
ἔνδινα
Headword (normalized):
ἔνδινα
Headword (normalized/stripped):
ενδινα
IDX:
29905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29906
Key:

Data

{'content': 'the entrails'}