Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
ἐνδιορθόομαι
ἔνδιος
View word page
ἐνδίημι
to chase, pursue

ShortDef

to chase, pursue

Debugging

Headword:
ἐνδίημι
Headword (normalized):
ἐνδίημι
Headword (normalized/stripped):
ενδιημι
IDX:
29902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29903
Key:

Data

{'content': 'to chase, pursue'}