Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
ἐνδιορθόομαι
View word page
ἐνδιημερεύω
to pass the day in

ShortDef

to pass the day in

Debugging

Headword:
ἐνδιημερεύω
Headword (normalized):
ἐνδιημερεύω
Headword (normalized/stripped):
ενδιημερευω
IDX:
29901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29902
Key:

Data

{'content': 'to pass the day in'}