Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
ἔνδιον2
View word page
ἐνδιήκω
pervade
ShortDef
pervade
Debugging
Headword:
ἐνδιήκω
Headword (normalized):
ἐνδιήκω
Headword (normalized/stripped):
ενδιηκω
IDX:
29900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29901
Key:
Data
{'content': 'pervade'}