Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
ἔνδιον
View word page
ἐνδιηθέω
strain

ShortDef

strain

Debugging

Headword:
ἐνδιηθέω
Headword (normalized):
ἐνδιηθέω
Headword (normalized/stripped):
ενδιηθεω
IDX:
29899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29900
Key:

Data

{'content': 'strain'}