Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
ἐνδίολκος
View word page
ἐνδιεσπαρμένως
in scattered passages

ShortDef

in scattered passages

Debugging

Headword:
ἐνδιεσπαρμένως
Headword (normalized):
ἐνδιεσπαρμένως
Headword (normalized/stripped):
ενδιεσπαρμενως
IDX:
29898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29899
Key:

Data

{'content': 'in scattered passages'}