Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
ἐνδινέω
View word page
ἐνδίδωμι
to give in
ShortDef
to give in
Debugging
Headword:
ἐνδίδωμι
Headword (normalized):
ἐνδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
ενδιδωμι
IDX:
29897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29898
Key:
Data
{'content': 'to give in'}