Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
ἐνδινευτής
View word page
ἐνδιδύσκω
to put on
ShortDef
to put on
Debugging
Headword:
ἐνδιδύσκω
Headword (normalized):
ἐνδιδύσκω
Headword (normalized/stripped):
ενδιδυσκω
IDX:
29896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29897
Key:
Data
{'content': 'to put on'}