Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιατίθεμαι
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
ἐνδικάζομαι
ἔνδικος
ἔνδινα
View word page
ἐνδιδομένως
remissly

ShortDef

remissly

Debugging

Headword:
ἐνδιδομένως
Headword (normalized):
ἐνδιδομένως
Headword (normalized/stripped):
ενδιδομενως
IDX:
29895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29896
Key:

Data

{'content': 'remissly'}