Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατίθεμαι
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
ἐνδιημερεύω
ἐνδίημι
View word page
ἐνδιαφθείρω
to destroy in
ShortDef
to destroy in
Debugging
Headword:
ἐνδιαφθείρω
Headword (normalized):
ἐνδιαφθείρω
Headword (normalized/stripped):
ενδιαφθειρω
IDX:
29892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29893
Key:
Data
{'content': 'to destroy in'}