Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατίθεμαι
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
ἐνδιήκω
View word page
ἐνδιάτριπτος
spent, consumed

ShortDef

spent, consumed

Debugging

Headword:
ἐνδιάτριπτος
Headword (normalized):
ἐνδιάτριπτος
Headword (normalized/stripped):
ενδιατριπτος
IDX:
29890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29891
Key:

Data

{'content': 'spent, consumed'}