Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιασκευάζω
ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατίθεμαι
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
ἐνδίδωμι
ἐνδιεσπαρμένως
ἐνδιηθέω
View word page
ἐνδιατριπτικός
fondly dwelling in

ShortDef

fondly dwelling in

Debugging

Headword:
ἐνδιατριπτικός
Headword (normalized):
ἐνδιατριπτικός
Headword (normalized/stripped):
ενδιατριπτικος
IDX:
29889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29890
Key:

Data

{'content': 'fondly dwelling in'}