Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
ἐνδιαρκής
ἐνδιασκευάζω
ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατίθεμαι
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
ἐνδιδομένως
ἐνδιδύσκω
View word page
ἐνδιατρίβω
to spend

ShortDef

to spend

Debugging

Headword:
ἐνδιατρίβω
Headword (normalized):
ἐνδιατρίβω
Headword (normalized/stripped):
ενδιατριβω
IDX:
29886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29887
Key:

Data

{'content': 'to spend'}