Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
ἐνδιαρκής
ἐνδιασκευάζω
ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατίθεμαι
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
ἐνδιάω
View word page
ἐνδιατάσσω
to draw up in

ShortDef

to draw up in

Debugging

Headword:
ἐνδιατάσσω
Headword (normalized):
ἐνδιατάσσω
Headword (normalized/stripped):
ενδιατασσω
IDX:
29884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29885
Key:

Data

{'content': 'to draw up in'}