Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
ἐνδιαρκής
ἐνδιασκευάζω
ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατίθεμαι
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
ἐνδιαφθείρω
ἐνδιάφορος
View word page
ἐνδιάστροφος
perverted
ShortDef
perverted
Debugging
Headword:
ἐνδιάστροφος
Headword (normalized):
ἐνδιάστροφος
Headword (normalized/stripped):
ενδιαστροφος
IDX:
29883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29884
Key:
Data
{'content': 'perverted'}