Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιάκειμαι
ἐνδιαλαμβάνω
ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
ἐνδιαρκής
ἐνδιασκευάζω
ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατίθεμαι
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
ἐνδιατριπτικός
ἐνδιάτριπτος
ἐνδιαυγέω
View word page
ἐνδιασπείρω
sprinkle

ShortDef

sprinkle

Debugging

Headword:
ἐνδιασπείρω
Headword (normalized):
ἐνδιασπείρω
Headword (normalized/stripped):
ενδιασπειρω
IDX:
29881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29882
Key:

Data

{'content': 'sprinkle'}