Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιαίτημα
ἐνδιαίτησις
ἐνδιάκειμαι
ἐνδιαλαμβάνω
ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
ἐνδιαρκής
ἐνδιασκευάζω
ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
ἐνδιατάσσω
ἐνδιατίθεμαι
ἐνδιατρίβω
ἐνδιατριπτέον
ἐνδιατριπτέος
View word page
ἐνδιαρκής
sufficient, adequate

ShortDef

sufficient, adequate

Debugging

Headword:
ἐνδιαρκής
Headword (normalized):
ἐνδιαρκής
Headword (normalized/stripped):
ενδιαρκης
IDX:
29878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29879
Key:

Data

{'content': 'sufficient, adequate'}