Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνδιάζω
ἐνδιάθετος
ἐνδιάθηκος
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιαίτημα
ἐνδιαίτησις
ἐνδιάκειμαι
ἐνδιαλαμβάνω
ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
ἐνδιαρκής
ἐνδιασκευάζω
ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
ἐνδιατάσσω
View word page
ἐνδιαλύω
loosen, disperse
ShortDef
loosen, disperse
Debugging
Headword:
ἐνδιαλύω
Headword (normalized):
ἐνδιαλύω
Headword (normalized/stripped):
ενδιαλυω
IDX:
29874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29875
Key:
Data
{'content': 'loosen, disperse'}