Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδιαεριαυερινήχετος
ἐνδιάζω
ἐνδιάθετος
ἐνδιάθηκος
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιαίτημα
ἐνδιαίτησις
ἐνδιάκειμαι
ἐνδιαλαμβάνω
ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
ἐνδιαρκής
ἐνδιασκευάζω
ἐνδιάσκευος
ἐνδιασπείρω
ἐνδιαστέλλομαι
ἐνδιάστροφος
View word page
ἐνδιαλλάσσω
alter

ShortDef

alter

Debugging

Headword:
ἐνδιαλλάσσω
Headword (normalized):
ἐνδιαλλάσσω
Headword (normalized/stripped):
ενδιαλλασσω
IDX:
29873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29874
Key:

Data

{'content': 'alter'}