Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάβολος
ἐνδιάγω
ἐνδιαεριαυερινήχετος
ἐνδιάζω
ἐνδιάθετος
ἐνδιάθηκος
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιαίτημα
ἐνδιαίτησις
ἐνδιάκειμαι
ἐνδιαλαμβάνω
ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
ἐνδιαρκής
ἐνδιασκευάζω
View word page
ἐνδιαίτημα
dwelling-place
ShortDef
dwelling-place
Debugging
Headword:
ἐνδιαίτημα
Headword (normalized):
ἐνδιαίτημα
Headword (normalized/stripped):
ενδιαιτημα
IDX:
29869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29870
Key:
Data
{'content': 'dwelling-place'}