Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδημιουργέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάβολος
ἐνδιάγω
ἐνδιαεριαυερινήχετος
ἐνδιάζω
ἐνδιάθετος
ἐνδιάθηκος
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιαίτημα
ἐνδιαίτησις
ἐνδιάκειμαι
ἐνδιαλαμβάνω
ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
ἐνδιαρκής
View word page
ἐνδιαιτάομαι
to live

ShortDef

to live

Debugging

Headword:
ἐνδιαιτάομαι
Headword (normalized):
ἐνδιαιτάομαι
Headword (normalized/stripped):
ενδιαιταομαι
IDX:
29868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29869
Key:

Data

{'content': 'to live'}