Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδημία
ἐνδημιουργέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάβολος
ἐνδιάγω
ἐνδιαεριαυερινήχετος
ἐνδιάζω
ἐνδιάθετος
ἐνδιάθηκος
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιαίτημα
ἐνδιαίτησις
ἐνδιάκειμαι
ἐνδιαλαμβάνω
ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
ἐνδιαπρέπω
View word page
ἐνδιαθρύπτομαι
to play the prude towards, trifle with

ShortDef

to play the prude towards, trifle with

Debugging

Headword:
ἐνδιαθρύπτομαι
Headword (normalized):
ἐνδιαθρύπτομαι
Headword (normalized/stripped):
ενδιαθρυπτομαι
IDX:
29867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29868
Key:

Data

{'content': 'to play the prude towards, trifle with'}