Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδημέω
ἐνδημία
ἐνδημιουργέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάβολος
ἐνδιάγω
ἐνδιαεριαυερινήχετος
ἐνδιάζω
ἐνδιάθετος
ἐνδιάθηκος
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιαίτημα
ἐνδιαίτησις
ἐνδιάκειμαι
ἐνδιαλαμβάνω
ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαλύω
ἐνδιαμένω
ἐνδιαπερονάω
View word page
ἐνδιάθηκος
committed to writing

ShortDef

committed to writing

Debugging

Headword:
ἐνδιάθηκος
Headword (normalized):
ἐνδιάθηκος
Headword (normalized/stripped):
ενδιαθηκος
IDX:
29866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29867
Key:

Data

{'content': 'committed to writing'}