Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδεύω2
ἐνδέχομαι
ἐνδεχομένως
ἐνδέω
ἐνδέω2
ἔνδηλος
ἐνδημέω
ἐνδημία
ἐνδημιουργέω
ἔνδημος
ἐνδιαβάλλω
ἐνδιάβολος
ἐνδιάγω
ἐνδιαεριαυερινήχετος
ἐνδιάζω
ἐνδιάθετος
ἐνδιάθηκος
ἐνδιαθρύπτομαι
ἐνδιαιτάομαι
ἐνδιαίτημα
ἐνδιαίτησις
View word page
ἐνδιαβάλλω
to calumniate in

ShortDef

to calumniate in

Debugging

Headword:
ἐνδιαβάλλω
Headword (normalized):
ἐνδιαβάλλω
Headword (normalized/stripped):
ενδιαβαλλω
IDX:
29860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29861
Key:

Data

{'content': 'to calumniate in'}