Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνδελεχίζω
ἐνδελεχισμός
ἔνδεμα
ἐνδέμω
ἐνδεξιόομαι
ἐνδέξιος
ἐνδεόντως
ἐνδέρω
ἐνδέρως
ἔνδεσις
ἔνδεσμα
ἐνδεσμεύω
ἐνδεσμέω
ἐνδεσμίς
ἔνδεσμος
ἔνδετος
ἐνδευκής
ἐνδεύω
ἐνδεύω2
ἐνδέχομαι
ἐνδεχομένως
View word page
ἔνδεσμα
amulet

ShortDef

amulet

Debugging

Headword:
ἔνδεσμα
Headword (normalized):
ἔνδεσμα
Headword (normalized/stripped):
ενδεσμα
IDX:
29842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-29843
Key:

Data

{'content': 'amulet'}